Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

обращаться с - ом κάνω -

  • 1 обращаться

    обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι
    * * *
    1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι

    обраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση

    обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον

    обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό

    обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση

    2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι
    3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι

    Русско-греческий словарь > обращаться

  • 2 обращаться

    обращать||ся
    1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:
    \обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·
    2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·
    3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:
    \обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·
    4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:
    \обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·
    5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·
    6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:
    хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·
    7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
    умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια

    Русско-новогреческий словарь > обращаться

  • 3 ходатайство

    1. (действие) η ενέργεια
    η διαμεσολάβηση
    2. (официальная письменная просьба) η αίτηση
    η γραπτή παράκληση
    η αναφορά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ходатайство

  • 4 зло

    -а, πλθ. μόνο γεν. зол ουδ.
    1. κακό•

    причинить зло кому-н. προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον•

    желать зла кому θέλω το κακό κάποιου•

    употреблять что-л. во зло κάνω κατάχρηση ενός πράγματος•

    пресечь зло в корне ξεριζώνω το κακό.

    2. δυστυχία, ατυχία•

    корень зла η ρίζα του κακού•

    из двух зол выбирать меньшее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον•

    платить злом за добро από το καλό σου να βρεις το διάβολο σου• αντί του μάνα χολή.

    3. κακία, θυμός φούρκα•

    со зла από το κακό (μου, του κ.τ.τ.)• зло обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον•

    зло подшутить над кем χλευάζω κάποιον•

    зло улыбнуться χαμογελώ με κακία•

    зло кусаться τρώγω τα νύχια από το κακό μου.

    Большой русско-греческий словарь > зло

  • 5 адрес

    адрес
    м
    1. ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ σύσταση [-ις], ἡ ἐπιγραφή:
    послать письмо́ по \адресу στέλνω τό γράμμα στον προορισμό του; писать на чей-л. адрес γράφω στήν διεύθυνση κάποιου;
    2. (письменное приветствие) ἡ προσφώνηση [-ις], ὁ χαιρετισμός; ◊ обращаться не по \адресу κάνω λάθος τή σύσταση.

    Русско-новогреческий словарь > адрес

  • 6 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»